Η βροχή που έπεφτε χωρίς ανάπαυλα εδώ και πέντε μέρες στο Αλγέρι μούλιασε τελικά ακόμα και τη θάλασσα. Απ’ τον ουρανό που έμοιαζε αστείρευτος, αδιάκοπες πυκνές νεροποντές, σχεδόν γλοιώδεις, χτυπούσαν με μανία τον κόλπο. Γκρίζα και μαλακιά σαν τεράστιο σφουγγάρι φούσκωνε η θάλασσα στον όρμο που δεν είχε πια σχήμα. Η επιφάνεια των νερών όμως έμοιαζε σχεδόν ακίνητη κάτω απ’ την αδιάκοπη βροχή. Που και που μονάχα μια αδιόρατη και πλατιά κίνηση σήκωνε πάνω απ’ την θάλασσα ένα θολό ατμό που ερχόταν να αράξει στο λιμάνι, κάτω από μια ζώνη μουσκεμένων λεωφόρων. Αλλά και η πόλη, μ’ όλους τους άσπρους τοίχους της που έσταζαν υγρασία, ανέδινε έναν άλλο αχνό που ερχόταν να σμίξει μ’ εκείνον της θάλασσας. Απ’ όποια πλευρά κι αν στρεφόσουν τότε, ήταν σαν να ανάπνεες νερό, γιατί έπινες τον αέρα.
«Το καλοκαίρι»
Μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγου-Ρομπλέν
Εκδόσεις: Πατάκη, 1997